- ασυγκάλυπτος
- -η, -ο (Μ ἀσυγκάλυπτος, -ον)αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, ο φανερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυγκάλυπτος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δε θέλει ή δεν μπορεί κανείς να συγκαλύψει, να αποκρύψει: Η παραβίαση θεμελιωδών άρθρων του συντάγματος είναι πια ασυγκάλυπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χάινε, Χάινριχ — (Heine, Ντίσελντορφ 1797 Παρίσι 1856). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στη Βόνη και έζησε μέσα στο ρομαντικό κλίμα. Ο Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ ήταν δάσκαλος και σύμβουλός του. Αλλά ήδη από το νεανικό του έργο Ο ρομαντισμός… … Dictionary of Greek